- σώσεις
- σώζωaor subj act 2nd sg (epic)σώζωfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσώσεις — χρῡσώσεις , χρύσωσις gilding fem nom/voc pl (attic epic) χρῡσώσεις , χρύσωσις gilding fem nom/acc pl (attic) χρῡσώσεις , χρυσόω make golden aor subj act 2nd sg (epic) χρῡσώσεις , χρυσόω make golden fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρυσώσεις — καταχρυσόω cover with gold leaf aor subj act 2nd sg (epic) καταχρυσόω cover with gold leaf fut ind act 2nd sg καταχρῡσώσεις , καταχρυσόω cover with gold leaf aor subj act 2nd sg (epic) καταχρῡσώσεις , καταχρυσόω cover with gold leaf fut ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
σώζω — και σώνω έσωσα, σώθηκα, σωσμένος 1. διατηρώ: Σώθηκαν ακέραια τα αγάλματα αυτά. 2. γλιτώνω κάποιον: Με έσωσε από βέβαιο θάνατο. 3. τελειώνω: Σώθηκε το λάδι. 4. προφταίνω: Να μη σώσεις να δεις προκοπή. 5. φρ., «Σώνει και καλά», με το ζόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρισώσεις — παρίσωσις even balancing of the clauses fem nom/voc pl (attic epic) παρίσωσις even balancing of the clauses fem nom/acc pl (attic) παρισόομαι aor subj act 2nd sg (epic) παρισόομαι fut ind act 2nd sg παρῑσώσεις , παρισόομαι futperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπισώσεις — ἀπίσωσις equalization fem nom/voc pl (attic epic) ἀπίσωσις equalization fem nom/acc pl (attic) ἀπισόω make equal aor subj act 2nd sg (epic) ἀπισόω make equal fut ind act 2nd sg ἀ̱πισώσεις , ἀπισόω make equal futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξισώσεις — ἐξίσωσις equalization fem nom/voc pl (attic epic) ἐξίσωσις equalization fem nom/acc pl (attic) ἐξισόω make equal aor subj act 2nd sg (epic) ἐξισόω make equal fut ind act 2nd sg ἐξισόω make equal aor subj act 2nd sg (epic) ἐξισόω make equal fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανισώσεις — ἐπανίσωσις making equal fem nom/voc pl (attic epic) ἐπανίσωσις making equal fem nom/acc pl (attic) ἐπανισόω make equal aor subj act 2nd sg (epic) ἐπανισόω make equal fut ind act 2nd sg ἐπανισόω make equal aor subj act 2nd sg (epic) ἐπανισόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)